- μοιρίδιος
- μοιρίδιος, -ία, -ον, θηλ. και -ος (Α) [μοίρα]1. προσδιορισμένος από τη μοίρα, πεπρωμένος, μοιραμένος («μοιρίδιον ἆμαρ», Πίνδ.)2. αυτός που καθορίζει τη μοίρα κάποιου («μοιρίδιοι αστέρες», Ορφ. Ύμν.)3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μοιρίδιατα πεπρωμένα.επίρρ...μοιριδίως (Α)με τρόπο καθορισμένο από τη μοίρα, μοιραία, αναπότρεπτα.
Dictionary of Greek. 2013.